Φωτο: Konstantinos Tsakalidis / SOOC
ΤΕΜΠΗ

Γιατί οι απεργίες του ΟΣΕ κρίνονται συνέχεια παράνομες και καταχρηστικές

Οι αμέτρητες προϋποθέσεις, οι αστερίσκοι και οι επιπλέον ρυθμίσεις για προσωπικό «ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας», που ισχύουν από τον νόμο 4808 του Κώστα Χατζηδάκη και αποδεκατίζουν το δικαίωμα στην απεργία.

«Και συγνώμη, εφόσον ήταν γνωστές οι τραγικές αμέλειες στο σύστημα ασφαλείας των σιδηροδρόμων, γιατί δεν ακούγαμε απεργίες για αυτό», ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια των χθεσινών του τηλεοπτικών παρεμβάσεων ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ και πρώην Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών, Νίκος Κιουτσούκης, δίνοντας την απάντηση ότι όχι μόνο μέσα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις, αλλά και μέσα από αναλυτικές επιστολές όσο και απευθείας συναντήσεις με τους αρμόδιους, η ομοσπονδία σιδηροδρόμων έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και χρόνια.

Παράδειγμα, η επιστολή της Δημοκρατικής Ενωτικής Συνδικαλιστικής Κίνησης Σιδηροδρομικών που στάλθηκε μερικές εβδομάδες πριν την ολέθρια σύγκρουση στα Τέμπη.

Η υποστελέχωση του οργανισμού, που τυπικά από το κράτος είχε θεσπιστεί πως χρειαζόταν 2.100 υπαλλήλους και με τις περικοπές έχει φτάσει σε σημείο να απασχολεί λιγότερους από 750, αλλά κυρίως η ανάγκη αντικατάστασης του πεπαλαιωμένου τροχαίου υλικού και η απαράδεκτη αμέλεια για τα συστήματα ασφαλείας, περιλαμβάνονταν στα βασικά σημεία κάθε απεργίας. Ωστόσο, όπως τόνισε τόσο ο Ν. Κιουτσούκης όσο και άλλοι συνδικαλιστές του κλάδου, οι απεργίες αυτές κρίνονταν νομοτελειακά παράνομες και καταχρηστικές, από το 2021 και εξής.

Για του λόγου το αληθές, εντείνοντας την τραγική ειρωνεία του πράγματος, με αυτόν τον τρόπο αποδεκατίστηκε η απεργία της 1ης Μαρτίου στο δίκτυο συγκοινωνιών της πρωτεύουσας: τη στιγμή που το ολέθριο συμβάν αποκάλυπτε την εγκληματικού επιπέδου ανεπάρκεια του ΟΣΕ, τα μέσα σταθερής τροχιάς αδυνατούσαν να εκπληρώσουν στο ακέραιο την κινητοποίηση που είχαν προαναγγείλει, λαμβάνοντας το πράσινο φως από τη ΣΤΑΣΥ μόνο για μερικές ώρες στη γραμμή του Ηλεκτρικού.

Σύμφωνα με νέα ανακοίνωση του ΠΑΜΕ, και η απεργία του μετρό σήμερα (2/3) αποπέμπεται στα δικαστήρια, με στόχο να κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική.

Το γράμμα του νόμου, βάσει του οποίου μπαίνει φρένο τόσο στις τωρινές κινητοποιήσεις των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς όσο και σε εκείνες των σιδηροδρόμων που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου τα τελευταία χρόνια, δεν είναι άλλο από τον περίφημο νόμο 4808 του Κώστα Χατζηδάκη, που τέθηκε σε εφαρμογή από τον περασμένο Ιούνιο.

Τι προβλέπει ο Νόμος Χατζηδάκη για τις απεργίες

Eurokinissi

Πρόκειται για έναν νόμο-τομή στο εργασιακό τοπίο, αφού μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του «εργασιακού εκσυγχρονισμού» εγκαθίδρυσε το δικαίωμα εργασίας με ελαστικό ωράριο (και έτσι καταργήθηκε η απαράβατη αρχή της πενθήμερης, οκτάωρης εργασίας για τις θέσεις πλήρους απασχόλησης), ενώ σαρωτικές ήταν οι αλλαγές που επέφερε στον συνδικαλιστικό τομέα και στο θεμελιώδες δικαίωμα της απεργίας, το οποίο όχι ότι καταργήθηκε (αυτό είναι συνταγματικά αδύνατο) αλλά θέτοντας τόσες παραμέτρους και προϋποθέσεις ώστε να καταστεί αδύνατη στην εφαρμογή του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 95% των απεργιακών κινητοποιήσεων έκτοτε καταλήγει εκτός νόμου, όπως μετέφεραν συνδικαλιστές επ’ αφορμή των πρόσφατων γεγονότων στα Τέμπη και το αντικειμενικό αδιέξοδο που βιώνουν σε συνδικαλιστικό επίπεδο.

Ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις, βάσει των οποίων κρίνονται οι κινητοποιήσεις και κηρύσσονται παράνομες ή/και καταχρηστικές; Πρώτα-πρώτα, για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις όλων των κλάδων έχει οριστεί μια ατελείωτη γραφειοκρατική διαδικασία πριν από κάθε απεργιακή κινητοποίηση – πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την εγγραφή τους στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και μάλιστα με πλήρως επικαιροποιημένα στοιχεία, πρέπει (ακόμη και για στάση εργασίας) να ενημερώσει εγγράφως και με δικαστικό επιμελητή τον εργοδότη, αναγράφοντας αναλυτικά τα αιτήματα, τη διάρκεια όπως και τη μορφή της απεργίας κ.ά. Σε κάθε πιθανή αμέλεια των ανωτέρων, τα δικαστήρια έχουν δικαίωμα να κηρύξουν την κινητοποίηση εκτός νόμου.

Όσον αφορά τώρα τις συγκοινωνιακές υπηρεσίες συγκεκριμένα, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο: πέραν του ότι η έγκαιρη προειδοποίηση της απεργίας αντιστοιχεί σε τουλάχιστον τέσσερις ημέρες πριν (για τις υπόλοιπους κλάδους είναι 24 ώρες), για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και δημοσίου συμφέροντος θεσπίστηκε μια επιπλέον ρύθμιση: «πέραν του προσωπικού ασφαλείας πρέπει να διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας», όπως αναγράφεται στον 4808/2021.

Πρόκειται για το Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας, το οποίο σχηματικά προσδιορίστηκε στο 1/3 των εργαζομένων αλλά ουσιαστικά (όπως διευκρινίζεται σε άλλο σημείο του νομοσχεδίου) καθορίζεται «ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών».

Ακόμη λοιπόν και μια απεργία να είχε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να κριθεί έννομη, ένα ποσοστό εργαζομένων υποχρεούται να μένει στο πόστο του και μάλιστα με τρόπο που να μην απειλείται η ασφάλεια των πολιτών – κάπως έτσι, στην περίπτωση των συγκοινωνιακών υπηρεσιών, οι 24ωρες απεργίες μετατρέπονται σε στάσεις ή ακυρώνονται εξ αρχής «για την ελάχιστη παροχή εγγυημένης κοινωνικής υπηρεσίας», αφού δε βγαίνουν τα μαθηματικά σε ένα ήδη υποστελεχωμένο σύνολο εργαζομένων.